ασπρογένης

ασπρογένης
ο
αυτός που έχει άσπρα γένια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • λευκοπώγων — ο 1. αυτός που έχει λευκά γένια, ασπρογένης 2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας επακριδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πώγων «γένι». Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”